- σκαντζάρω
- σκάντζαρα (λ. ιταλ.), αλλάζω βάρδια, αντικαθιστώ τους ναύτες που βρίσκονται σε υπηρεσία με άλλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαντζάρω — σκαντζάρω, σκάντζαρα και σκαντζάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκαντζάρω — Ν ναυτ. α) αλλάζω, αντικαθιστώ β) (κυρίως για άνδρες τής φρουράς ή ναυτικούς σε υπηρεσία) μπαίνω στη θέση κάποιου άλλου, αλλάζω βάρδια ή σκοπιά με κάποιον άλλο («νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει. / Σκαντζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη»,… … Dictionary of Greek
σκαντζάρισμα — το, Ν [σκαντζάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαντζάρω … Dictionary of Greek
σκάντζα — η, Ν [σκαντζάρω] 1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάσταση β) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές 2. φρ. «σκάντζα βάρδια» ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς … Dictionary of Greek